- αργίλιο
- τοονομασία του αλουμινίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργίλιο — το το μέταλλο αλουμίνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… … Dictionary of Greek
κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
σιάλ — το, Ν γεωλ. το επιφανειακό στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γής, όπου τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων είναι το πυρίτιο, με σύμβολο Si, και το αργίλιο, με σύμβολο ΑΙ, στρώμα το πάχος τού οποίου φθάνει τα 15 χιλιόμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < sial < si… … Dictionary of Greek
βαβελίτης — (vavellite). Ορυκτό ένυδρο βασικό φωσφορικό αργίλιο, του τύπου Αl3 (ΡΟ4)2(ΟΗ)3 · 5H2O. Έχει χρώμα γκρίζο, κίτρινο, πράσινο ή μαύρο και είναι διαφανής και γυαλιστερός. Ανήκει στο ορθορομβικό σύστημα (σπάνια οι κρύσταλλοί του μπορεί να είναι και… … Dictionary of Greek
Γκόλντσμιτ, Χανς — (Hans Goldschmidt, Βερολίνο 1861 – Μπάντεν Μπάντεν 1923). Γερμανός χημικός και βιομήχανος. Υπήρξε διευθυντής εργοστασίων στο Βερολίνο και μετά στο Έσεν. Έγινε γνωστός από την ανακάλυψη της αργιλοθερμικής μεθόδου, την οποία εφάρμοσε στην… … Dictionary of Greek